- πεισθήναι
- πεισθῆναιπείθωpersuade: aor inf pass
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
πεισθῆναι — πείθω persuade aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκώ — (I) (AM δοκῶ, έω) Ι. δοκώ αρχ. μσν. και «δοκεῑ μοι» νομίζω, θαρρώ νεοελλ. (ε)δοκήθηκα αντιλήφθηκα αρχ. μσν. 1. απρόσ. «δοκεῑ μοι» μού φαίνεται ορθό 2. (προσωπικό με δοτ.) φαίνομαι («μάλα μοι δοκέει πεπνυμένος εἶναι», Αισχ.) 3. (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek